- δελέασμα
- τοαπάτη, παραπλάνηση: Πρόσεχε τα δελεάσματα των εύκολων υποσχέσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δελέασμα — το (Α δελέασμα) [δελεάζω] νεοελλ. ο δελεασμός αρχ. το δόλωμα … Dictionary of Greek
δελεασμάτων — δελέασμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσμασι — δελέασμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσμασιν — δελέασμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματα — δελέασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματι — δελέασμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματος — δελέασμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] … Dictionary of Greek
ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0609 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ գրի եւ ԴԵՂԱՏՈՒԹԻՒՆ. φαρμακία medicandi actio, medicamentum Տալն զդեղ. բժշկականն (արուեստ). ... *Տեղի տալով, որպէս բժիշկ՝ հիւանդաց, զի դեղատութիւնս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δελεασμός — ο το δελέασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)